συμβουλευτικός

συμβουλευτικός
συμβουλ-ευτικός, ή, όν,
A of or for advising, hortatory, opp. βιαστικός, Pl.Lg.921e; of oratory, deliberative, opp. δικανικός and ἐπιδεικτικός, Arist.Rh.1358b7; ἡ -κή (sc. τέχνη) S.E.M.2.90; so τὸ -κόν and τὰ -κά, Arist.Rh.1391b21, Plu.2.744e, Philostr.Her.19.3;

τὸ σ. μέρος Phld.Rh.2.214

S., cf. Stoic.2.96. Adv.

-κῶς Hermog.Stat. 1

, Poll.4.26.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμβουλευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικός — ή, ό / συμβουλευτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συμβουλεύω] 1. αυτός που έχει την ικανότητα να δίνει συμβουλές ή που έχει λεχθεί ή γραφεί για να δίνει συμβουλές («νόμος συμβουλευτικός... οὐ βιαστικός», Πλάτ.) 2. (ρητ.) (για πολιτικό λόγο) αυτός με τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • συμβουλευτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που έργο του είναι να δίνει συμβουλές: Ο Μέγας Κωσταντίνος συγκρότησε ένα συμβουλευτικό σώμα. 2. αυτός που λέγεται ή που γίνεται για συμβουλή: Οι περισσότεροι λόγοι του Δημοσθένη είναι συμβουλευτικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμβουλευτικά — συμβουλευτικός of neut nom/voc/acc pl συμβουλευτικά̱ , συμβουλευτικός of fem nom/voc/acc dual συμβουλευτικά̱ , συμβουλευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικῶν — συμβουλευτικός of fem gen pl συμβουλευτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικόν — συμβουλευτικός of masc acc sg συμβουλευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικώτατον — συμβουλευτικός of masc acc superl sg συμβουλευτικός of neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικαί — συμβουλευτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικοῖς — συμβουλευτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικοί — συμβουλευτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμβουλευτικοῦ — συμβουλευτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”